φυκώ

φυκώ
-όω, ΜΑ [φῡκος]
καλλωπίζω με ψιμύθιο παρασκευασμένο με πρώτη ύλη τα φύκη («φυκούμεναι καὶ μυριζόμεναι, καὶ χρυσὸν φοροῡσαι καὶ πορφύραν», Πλούτ.)
αρχ.
παθ. φυκοῡμαι, -όομαι
καλύπτομαι από θαλάσσια φύκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυκίζω — Α [φῦκος] φυκῶ* …   Dictionary of Greek

  • φυκαρίζω — Α [φυκάριον] φυκῶ* …   Dictionary of Greek

  • φυκιώ — όω, ΜΑ [φυκίον / φύκιον] φυκῶ* …   Dictionary of Greek

  • φύκωμα — ώματος, τὸ, Α [φυκῶ] ψιμύθιο, φτειασίδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”